- γυριστής
- ο1) то, что крутит, поворачивает; то, что осуществляет вращение;
του μύλου γυριστής — мельничное колесо;
2) бродяга, странник, скиталец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
του μύλου γυριστής — мельничное колесо;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυριστής — ο (θηλ. γυρίστρα, η) [γυρίζω] 1. αυτός που γυρίζει κάτι 2. αυτός που τριγυρίζει για διασκέδαση … Dictionary of Greek
Polyphonic song of Epirus — The polyphonic song of Epirus constitutes one of the most interesting musical forms, not only for the east Mediterranean and the Balkans, but also for the worldwide repertoire of the folk polyphony. The music is found among… … Wikipedia
κοσμογυριστής — ο αυτός που ταξιδεύει σε πολλά μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + γυριστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek